αλληλοφαγώ

αλληλοφαγώ
ἀλληλοφαγῶ (-έω) (Α)
(μόνο στον πληθυντικό) ἀλληλοφαγοῦμε
τρώμε ο ένας τον άλλον τρώγω και τρώγομαι «ἀλληλοφαγοῦσι δὲ πάντες (οἱ ἰχθύες) πλὴν κεστρέως» (Αριστοτέλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλοφάγοι — ἀλληλοφάγοι, α (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τόπου *ἀλληλοφάγος < ἀλληλο * + φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω. ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία αρχ. ἀλληλοφαγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”